- νεμέτωρ
- νεμέτωρdispenser of justicemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεμέτωρ — νεμέτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, κριτής, τιμωρός, εκδικητής («τώς νιν Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμε τού ρ. νέμω (πρβλ. νέμε σις*) + επίθημα τωρ, πιθ. κατά το γενέ τωρ (βλ. και λ.… … Dictionary of Greek
νεμέτορα — νεμέτωρ dispenser of justice masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμέτορας — νεμέτωρ dispenser of justice masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμέτορι — νεμέτωρ dispenser of justice masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμέτορος — νεμέτωρ dispenser of justice masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek
νεμητής — νεμητής, ὁ, θηλ. νεμήτρια (Α) 1. αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, εκδικητής, τιμωρός, νεμέτωρ* 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «Αἰσυμνῆται... οἱ νεμηταί, ὅ ἐστι βραβευταί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη τού νέμω* (πρβλ. νέμημα, νέμηση)] … Dictionary of Greek
nem-1 — nem 1 English meaning: to take; to put in order, count Deutsche Übersetzung: “zuteilen, nehmen” (von the Vorstellung der hingestreckten Hand); von “zuteilen” from “O.N.nen, rechnen, zählen (Geldwesen)” Material: Av. nǝmah n.… … Proto-Indo-European etymological dictionary